κατοπινός

κατοπινός
-ή, -ό
επίρρ. αυτός που έρχεται ή γίνεται κατόπιν άλλου: Εργαζόμαστε πέντε συνέχεια μήνες και τους κατοπινούς εφτά μήνες καθόμαστε.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κατοπινός — ή, ό [κατόπιν] 1. αυτός που έρχεται ή γίνεται μετά από άλλον, ακόλουθος, επόμενος 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κατοπινά τα περαιτέρω, αυτά που κατ ανάγκην ακολουθούν. επίρρ... κατοπινά κατόπιν, ακολούθως …   Dictionary of Greek

  • ακόλουθος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από τη Θηβαΐδα και έζησε στην Ερμούπολη της Αιγύπτου επί Μαξιμιανού. Τον συνέλαβαν στα χρόνια του ηγεμόνα Αρριανού, ο οποίος προσπάθησε με κολακείες και απειλές να τον επαναφέρει στην εθνική θρησκεία …   Dictionary of Greek

  • -ινός — κατάλ. πολλών επιθέτων τής ελληνικής η οποία απαντά ήδη από τους ομηρικούς χρόνους και αποτελεί επαυξημένη μορφή τής κατάλ. νος (< IE * no ). Η κατάλ. ινός εμφανίζεται σε επίθετα που προέρχονται από ουσ. ή επιρρ. και σχηματίστηκε με απόσπαση… …   Dictionary of Greek

  • Σεκουνδιανοί — οἱ, Α αίρεση τών Γνωστικών. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < λατ. secundus «κατοπινός, δευτερεύων»] …   Dictionary of Greek

  • αιμός — I Ορεινό σύστημα της νότιας Ευρώπης, το οποίο εκτείνεται με κατεύθυνση από τα Α προς τα Δ, κυρίως στο κεντρικό τμήμα της Βουλγαρίας. Οι οροσειρές αυτές, που εκτείνονται σχεδόν παράλληλα προς τη ροή του Δούναβη σε μήκος 600 χλμ., φτάνουν προς τα Δ …   Dictionary of Greek

  • αλλαϊνός — ή, ό [αλλάι] αυτός που έγινε ή γεννήθηκε ύστερα από κάποιον άλλο, ο κατοπινός …   Dictionary of Greek

  • εξυστερινός — και ξυστερνός, ή, ό ύστερος, κατοπινός …   Dictionary of Greek

  • επόμενος — η, ο (από τη μτχ. ενεστ. τού έπομαι) αυτός που ακολουθεί, κατοπινός …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • κατοπινάρι — το [κατοπινός] 1. σταφύλι το οποίο ωριμάζει μετά τον πρώτο τρύγο, όψιμο σταφύλι 2. κατοπινάρικο* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”